πάνθειος

πάνθειος
-ο, θηλ. και πανθεία, ΝΑ
νεοελλ.
πάρα πολύ θείος, πάρα πολύ θεϊκός, θειότατος
αρχ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε όλους τους θεούς, ο κοινός σε όλους τους θεούς
2. (το αρσ. ως κύριο όν.) ὁ Πάνθειος
α) ο θεός τών πάντων
β) ονομασία μήνα στη Λέσβο
3. το θηλ. ως ουσ. η πανθεία
είδος εμπλάστρου
4. το ουδ. ως ουσ. τὸ πάνθειον
α) (ιδίως στη Ρώμη) ναός ή τόπος αφιερωμένος σε όλους τους θεούς
β) μτφ. σύνολο ομοειδών πραγμάτων («τὸ τῶν πλανητῶν πάνθειον», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν-* + θεῖος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πάνθειον — πάνθειος of masc/fem acc sg πάνθειος of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανθείῳ — πάνθειος of masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάνθεια — πάνθειος of neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Pantheon (gods) — A pantheon (from Greek [http://www.perseus.tufts.edu/cgi bin/ptext?doc=Perseus%3Atext%3A1999.04.0057%3Aentry%3D%2377433] pantheion , literally a temple of all gods , neut. of πανθείος pantheios , of or common to all gods , from pan , all + theios …   Wikipedia

  • παν- — και παμ και παγ (ΑΜ παν και παμ και παγ ) α συνθετικό ονομάτων και ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουδέτερο παν (με ᾰ βραχύ) τού επιθ. πᾱς*. Το ν του α συνθετικού διατηρείται όταν το β συνθετικό αρχίζει από φωνήεν ή… …   Dictionary of Greek

  • Πανθείῳ — Πάνθειον of neut dat sg Πάνθειος of masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πάνθειον — of neut nom/voc/acc sg Πάνθειος of masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”